σνομπάρω

σνομπάρω
σνόμπαρα, συμπεριφέρομαι προς κάποιον ως σνομπ: Τώρα τελευταία ο φίλος σου μας σνομπάρει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σνομπάρω — σνομπάρω, σνόμπαρα και σνομπάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σνομπάρω — Ν [σνομπ] έχω συμπεριφορά σνομπ, φέρομαι υπεροπτικά και ακατάδεχτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”